Ο τόπος / Προϊόντος του χρόνου / Μύθος

Προϊόντος του χρόνου



Μύθος...

Σύμφωνα με τον Ησίοδο οι Μακεδόνες όφειλαν την καταγωγή τους στο Μακεδόνα, το γιο του Δία και της Θυίας, κόρης του Δευκαλίωνα και αδελφής του Έλληνα, και αδελφό του Μάγνητα, γενάρχη των Θεσσαλών. Ο Ελλάνικος, πάλι, κατονομάζει Μακεδόνα το γιο του Αιόλου, μυθικό γενάρχη των Αιολέων, ενώ μια άλλη μυθική εκδοχή θέλει ιδρυτή του μακεδονικού βασιλείου τον Κάρανο. Σύμφωνα μ’ αυτή, ο Κάρανος ακολουθώντας δυο δελφικούς χρησμούς περιπλανήθηκε στη χώρα των Βοττιαίων και στις πηγές του Αλιάκμονα ακολουθώντας μια κατσίκα (αίγα), ώσπου αυτή σταμάτησε δείχνοντάς του έτσι το σημείο, όπου έπρεπε να ιδρύσει την πρωτεύουσα του βασιλείου του, τις Αιγές. Παρομοίως ο Διόδωρος μας πληροφορεί ότι ο χρησμός που δόθηκε στον Περδίκκα Α’, αυτή τη φορά, τον καλούσε να θυσιάσει στους τρισμακάριστους θεούς και να χτίσει μια πόλη εκεί που θα έβλεπε χιονόλευκες γίδες με λαμπερά κέρατα να κοιμούνται. Ο Ηρόδοτος αναφερόμενος στους πολυπλάνητες Δωριείς μας πληροφορεί ότι κάποιοι απ’ αυτούς τελικά κατοίκησαν στην Πίνδο με το όνομα Μακεδνοί. Η ιστορία, όμως, που συνδέθηκε περισσότερο με το μακεδονικό βασίλειο είναι αυτή που αναφέρει ο Ηρόδοτος σχετικά με τη γενιά του βασιλιά Αλέξανδρου του Α’: Τρία αδέρφια διωγμένα από το Άργος, ο Γαυάνης, ο Αέροπος και ο Περδίκκας, απόγονοι του Τήμενου, γιου του Ηρακλή, κατέφυγαν στους Ιλλυριούς κι από κει διασχίζοντας τα βουνά έφτασαν στην Άνω (ορεινή) Μακεδονία, στην πόλη Λεβαία. Εκεί δούλευαν μεροκαματιάρηδες στο σπιτικό του βασιλιά· ο ένας τους βοσκούσε τ’ άλογα, ο άλλος τα γελάδια κι ο μικρότερος, ο Περδίκκας, τα γιδοπρόβατα. Κάποτε αποφάσισαν να φύγουν κι ο βασιλιάς αρνήθηκε να τους πληρώσει αυτά που τους χρωστούσε. Βλέποντας τον ήλιο που γλιστρούσε από το άνοιγμα της οροφής μες στο σπίτι τους απάντησε ειρωνικά: «Σας δίνω το μισθό που σας αξίζει, να αυτόν!» κι έδειξε τον ήλιο. Τότε ο Περδίκκας τράβηξε το μαχαίρι του και χάραξε το τμήμα του δαπέδου που φώτιζε ο ήλιος. Κι αφού χάραξε έναν κύκλο, χουφτώνει σαν να ‘ταν νερό τρεις φορές το φως και το αποθέτει στον κόρφο του κι απαντά στο βασιλιά: «Δεκτά όσα μας δίνεις». Αφότου έφυγαν ο βασιλιάς έμεινε προβληματισμένος κι ύστερα από παραινέσεις των γύρω του έβαλε να τους κυνηγήσουν, αλλά ένας ποταμός, που οι καταδιωκόμενοι πρόλαβαν να περάσουν, πλημμύρισε ξαφνικά εμποδίζοντάς τους διώκτες τους. Ασφαλείς πλέον, ο Γαυάνης, ο Αέροπος και ο Περδίκκας, συνέχισαν την πορεία τους, έφτασαν κοντά στους κήπους του Μίδα, ίδρυσαν την πρωτεύουσά τους (τις Αιγές) και στη συνέχεια κατέκτησαν από κει την υπόλοιπη Μακεδονία (Ηρόδ. 8,137).
back to top

next... Πρωτοϊστορία